„γαλανός“ γαλανός [ɣalaˈnos], γαλανή, γαλανόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) blau blau γαλανός μάτια, ουρανός γαλανός μάτια, ουρανός