βυθισμένος
[viθizˈmenos], βυθισμένη, βυθισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- βυθισμένος σε σκέψεις, ανάγνωσμα
- untergegangenβυθισμένος πλοίοβυθισμένος πλοίο