„βουλλωμένος“ βουλλωμένος [vuloˈmenos], βουλλωμένη, βουλλωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verstopft verstopft βουλλωμένος βουλλωμένος