„βουίζω“: αμετάβατο ρήμα βουίζω [vuˈizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα/-ξα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) dröhnen, brausen, rauschen, summen, sausen, brummen dröhnen βουίζω βουίζω brausen βουίζω αέρας βουίζω αέρας rauschen βουίζω ποτάμι βουίζω ποτάμι summen βουίζω έντομο βουίζω έντομο sausen βουίζω αφτιά βουίζω αφτιά brummen βουίζω κεφάλι βουίζω κεφάλι