„βοσκός“: αρσενικό βοσκός [vosˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hirt Hirtαρσενικό | Maskulinum, männlich m βοσκός βοσκός