„βολιδοσκοπώ“: μεταβατικό ρήμα βολιδοσκοπώ [voliðoskoˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sondieren sondieren βολιδοσκοπώ βολιδοσκοπώ ejemplos βολιδοσκοπώ κάποιον bei jemandem vorfühlen βολιδοσκοπώ κάποιον