βιοκαλλιέργεια
[viokaliˈerjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ökologischerβιοκαλλιέργειαβιοκαλλιέργεια
- biologischer Anbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mβιοκαλλιέργεια ή | oderodβιοκαλλιέργεια ή | oderod