βιάζω
[viˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ίασα; -ιάστηκα; -ιασμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zwingenβιάζω ασκώ πίεσηβιάζω ασκώ πίεση
- vergewaltigenβιάζω κακοποιώ σεξουαλικάβιάζω κακοποιώ σεξουαλικά