„βαρεμένος“ βαρεμένος [vareˈmenos], βαρεμένη, βαρεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj οικείο | umgangssprachlichοικ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bekloppt, verrückt bekloppt, verrückt βαρεμένος βλαμμένος βαρεμένος βλαμμένος