„βαθουλώνω“: μεταβατικό ρήμα βαθουλώνω [vaθuˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) vertiefen, aushöhlen vertiefen, aushöhlen βαθουλώνω βαθουλώνω