„βαθουλωμένος“ βαθουλωμένος [vaθuloˈmenos], βαθουλωμένη, βαθουλωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) hohl hohl βαθουλωμένος βαθουλωμένος