„βαθμολόγηση“: θηλυκό βαθμολόγηση [vaθmoˈlojisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bewertung, Benotung Bewertungθηλυκό | Femininum, weiblich f βαθμολόγηση Benotungθηλυκό | Femininum, weiblich f βαθμολόγηση βαθμολόγηση