βάσιμος
[ˈvasimos], βάσιμη, βάσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- stichhaltig, begründetβάσιμος αποδείξεις, υποψίεςβάσιμος αποδείξεις, υποψίες
- zuverlässigβάσιμος πληροφορίεςβάσιμος πληροφορίες
- haltbar, stichhaltigβάσιμος επιχείρημαβάσιμος επιχείρημα