„αφθονία“: θηλυκό αφθονία [afθoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Überfluss Überflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m (σε an+δοτική | +Dativ +dat) αφθονία αφθονία ejemplos σε αφθονία in Hülle und Fülle σε αφθονία