αφηρημένος
[afiriˈmenos], αφηρημένη, αφηρημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- geistesabwesend, zerstreut, schusseligαφηρημένοςαφηρημένος
- abstraktαφηρημένος κ. τέχνηαφηρημένος κ. τέχνη