αφανισμένος
[afanizˈmenos], αφανισμένη, αφανισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- untergegangenαφανισμένος πολιτισμόςαφανισμένος πολιτισμός