„αφή“: θηλυκό αφή [aˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Tastsinn Tastsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφή αφή ejemplos είμαι σκληρός/μαλακός στην αφή sich hart/weich anfühlen είμαι σκληρός/μαλακός στην αφή