„αυλάκωση“: θηλυκό αυλάκωση [avˈlakosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Rille, Furche Rilleθηλυκό | Femininum, weiblich f αυλάκωση λαστίχων αυλάκωση λαστίχων Furcheθηλυκό | Femininum, weiblich f αυλάκωση σε χωράφι αυλάκωση σε χωράφι