ασυμμάζευτος
[asiˈmazeftos], ασυμμάζευτη, ασυμμάζευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unordentlichασυμμάζευτος σπίτι, δωμάτιοασυμμάζευτος σπίτι, δωμάτιο