„ασυγκίνητος“ ασυγκίνητος [asiŋˈgjinitos], ασυγκίνητη, ασυγκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ungerührt ungerührt ασυγκίνητος ασυγκίνητος