ασθματικός
[asθmatiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ασθματική, ασθματικόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- asthmatischασθματικόςασθματικός
ασθματικός
[asθmatiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Asthmatikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fασθματικόςασθματικός