„αρτηριοσκληρωτικός“ αρτηριοσκληρωτικός [artiriosklirotiˈkos], αρτηριοσκληρωτική, αρτηριοσκληρωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verkalkt verkalkt αρτηριοσκληρωτικός αρτηριοσκληρωτικός