„αργοκίνητος“ αργοκίνητος [arɣoˈkjinitos], αργοκίνητη, αργοκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schwerfällig, langsam, träge schwerfällig, langsam, träge αργοκίνητος αργοκίνητος ejemplos αργοκίνητος άνθρωποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Transuseθηλυκό | Femininum, weiblich f Trantüteθηλυκό | Femininum, weiblich f αργοκίνητος άνθρωποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m