αραιώνω
[areˈono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- dünner werdenαραιώνω υγρόαραιώνω υγρό
- sich lichtenαραιώνω μαλλιάαραιώνω μαλλιά