απόσχιση
[aˈposçisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Abspaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόσχιση πολιτική | Politikπολιταπόσχιση πολιτική | Politikπολιτ