απόσβεση
[aˈpozvesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Abschreibungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόσβεση οικονομία | Wirtschaftοικοναπόσβεση οικονομία | Wirtschaftοικον