„απόπειρα“: θηλυκό απόπειρα [aˈpopira]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Versuch, Attentat Versuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα δοκιμή απόπειρα δοκιμή Attentatουδέτερο | Neutrum, sächlich n απόπειρα δολοφονίας απόπειρα δολοφονίας ejemplos απόπειρα αιτιολόγησης Rechtfertigungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα αιτιολόγησης απόπειρα απόδρασης Ausbruchsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα απόδρασης απόπειρα αυτοκτονίας Selbstmordversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα αυτοκτονίας απόπειρα διαμεσολάβησης Vermittlungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα διαμεσολάβησης απόπειρα διάσωσης Befreiungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα διάσωσης απόπειρα διαφυγής Fluchtversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα διαφυγής απόπειρα διευθέτησης Schlichtungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα διευθέτησης απόπειρα δολοφονίας Mordversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα δολοφονίας απόπειρα δολοφονίας πολιτική | Politikπολιτ Attentatουδέτερο | Neutrum, sächlich n απόπειρα δολοφονίας πολιτική | Politikπολιτ απόπειρα δωροδοκίας Bestechungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα δωροδοκίας απόπειρα εκβιασμού Erpressungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα εκβιασμού απόπειρα έκτρωσης Abtreibungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα έκτρωσης απόπειρα εκφοβισμού Einschüchterungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα εκφοβισμού απόπειρα επαναφοράς Wiederbelebungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα επαναφοράς απόπειρα ερμηνείας Deutungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα ερμηνείας απόπειρα με βόμβα Bombenattentatουδέτερο | Neutrum, sächlich n απόπειρα με βόμβα απόπειρα παραπλάνησης Täuschungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα παραπλάνησης απόπειρα πραξικοπήματος Putschversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα πραξικοπήματος απόπειρα συγκάλυψης Verschleierungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα συγκάλυψης απόπειρα τέρματος Torschussαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόπειρα τέρματος ocultar ejemplosmostrar más ejemplos