απόπειρα
[aˈpopira]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Versuchαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόπειρα δοκιμήαπόπειρα δοκιμή
- Attentatουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπόπειρα δολοφονίαςαπόπειρα δολοφονίας
ejemplos
- απόπειρα αιτιολόγησηςRechtfertigungsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απόπειρα απόδρασηςAusbruchsversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απόπειρα αυτοκτονίαςSelbstmordversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos