απόλυτος
[aˈpolitos], απόλυτη, απόλυτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- absolut, uneingeschränktαπόλυτοςαπόλυτος
ejemplos
-
-
- απόλυτος αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKardinalzahlθηλυκό | Femininum, weiblich f