„απόκεντρος“ απόκεντρος [aˈpokjendros], απόκεντρη, απόκεντροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) abgelegen, entlegen abgelegen, entlegen απόκεντρος απόκεντρος