απροκάλυπτος
[aproˈkaliptos], απροκάλυπτη, απροκάλυπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unverhohlenαπροκάλυπτος μίσος, χαράαπροκάλυπτος μίσος, χαρά