αποχωρώ
[apoxoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- austreten (από aus)αποχωρώαποχωρώ
- ausscheiden, abtretenαποχωρώ από υπηρεσίααποχωρώ από υπηρεσία
- abrückenαποχωρώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταποχωρώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ