αποφασιστικότητα
[apofasistiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Entschlossenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαποφασιστικότητααποφασιστικότητα
- Durchschlagskraftθηλυκό | Femininum, weiblich fαποφασιστικότητα επιχειρήματοςαποφασιστικότητα επιχειρήματος