αποφασίζω
[apofaˈsizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich entscheiden (να zu)αποφασίζωsich entschließen, bestimmenαποφασίζωαποφασίζω
- urteilenαποφασίζω νομικός όρος | Rechtswesenνομαποφασίζω νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- beschließenαποφασίζω πολιτική | Politikπολιτ νομικός όρος | Rechtswesenνομαποφασίζω πολιτική | Politikπολιτ νομικός όρος | Rechtswesenνομ