„αποτριχώνω“: μεταβατικό ρήμα αποτριχώνω [apotriˈxono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) enthaaren enthaaren αποτριχώνω αποτριχώνω ejemplos αποτριχώνω με κερί wachsen αποτριχώνω με κερί