„απογαλακτίζω“: μεταβατικό ρήμα απογαλακτίζω [apoɣalakˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) entwöhnen entwöhnen απογαλακτίζω παιδί απογαλακτίζω παιδί