„απασχολούμενος“: αρσενικό απασχολούμενος [apasxoˈlumenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Beschäftigte Beschäftigte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f απασχολούμενος απασχολούμενος