„απαγορεύω“: μεταβατικό ρήμα απαγορεύω [apaɣoˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verbieten verbieten (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) απαγορεύω απαγορεύω