αξεπέραστος
[akseˈperastos], αξεπέραστη, αξεπέραστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unüberwindlichαξεπέραστος εμπόδιο, δυσκολίααξεπέραστος εμπόδιο, δυσκολία
- unübertrefflichαξεπέραστος σε ομορφιά, εξυπνάδααξεπέραστος σε ομορφιά, εξυπνάδα