„ανύψωση“: θηλυκό ανύψωση [aˈnipsosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hebung Hebungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανύψωση πλοίου, θησαυρού ανύψωση πλοίου, θησαυρού ejemplos ανυψωτική πλατφόρμαθηλυκό | Femininum, weiblich f Hebebühneθηλυκό | Femininum, weiblich f ανυψωτική πλατφόρμαθηλυκό | Femininum, weiblich f