„αντιτείνω“: μεταβατικό ρήμα αντιτείνω [andiˈtino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einwenden einwenden αντιτείνω αντιτείνω