ανταγωνιστής
[andaɣonisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mitbewerberαρσενικό | Maskulinum, männlich mανταγωνιστήςανταγωνιστής
- Konkurrentαρσενικό | Maskulinum, männlich mανταγωνιστής οικονομία | Wirtschaftοικονανταγωνιστής οικονομία | Wirtschaftοικον