„αντίδωρο“: ουδέτερο αντίδωρο [anˈdiðoro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hostie Hostieθηλυκό | Femininum, weiblich f αντίδωρο αντίδωρο