ανοιξιάτικος
[aniˈksjatikos], ανοιξιάτικη, ανοιξιάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Frühlings-ανοιξιάτικοςανοιξιάτικος
ejemplos
- ανοιξιάτικη γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fFrühjahrsputzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ανοιξιάτικος λήθαργοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFrühjahrsmüdigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f