„ανιαρός“ ανιαρός [aniaˈros], ανιαρή, ανιαρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) langweilig langweilig ανιαρός ανιαρός