ανηφορίζω
[anifoˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- hinaufgehen, hinaufsteigenανηφορίζωανηφορίζω
- ansteigenανηφορίζω είναι ανηφόραανηφορίζω είναι ανηφόρα
- hinaufführenανηφορίζω δρόμοςανηφορίζω δρόμος