ανερχόμενος
[anerˈxomenos], ανερχόμενη, ανερχόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- ανερχόμενη καλλιτέχνηςθηλυκό | Femininum, weiblich fNachwuchskünstlerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανερχόμενη συγγραφέαςθηλυκό | Femininum, weiblich fNachwuchsautorinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανερχόμενος καλλιτέχνηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mNachwuchskünstlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos