ανεπιτυχής
[anepitiˈçis], ανεπιτυχής, ανεπιτυχέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- erfolglosανεπιτυχήςανεπιτυχής
ejemplos
- ανεπιτυχής προσπάθειαθηλυκό | Femininum, weiblich fFehlversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m