ανασυγκρότηση
[anasiŋˈgrotisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Neuordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fανασυγκρότησηανασυγκρότηση
- Defragmentierungθηλυκό | Femininum, weiblich fανασυγκρότηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υανασυγκρότηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ