„αναρίθμητος“ αναρίθμητος [anaˈriθmitos], αναρίθμητη, αναρίθμητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) unzählig unzählig αναρίθμητος αναρίθμητος