ανανέωση
[anaˈneosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Erneuerungθηλυκό | Femininum, weiblich fανανέωση αντικατάσταση παλιού με νέοανανέωση αντικατάσταση παλιού με νέο
- Verlängerungθηλυκό | Femininum, weiblich fανανέωση παράτασηανανέωση παράταση
- Neubildungθηλυκό | Femininum, weiblich fανανέωση ιατρική | Medizinιατρανανέωση ιατρική | Medizinιατρ